- τρυγηφόρος
- τρῠγη-φόρος, ον,A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγηφόρος — bearing corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγηφόρος — ον, Α αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek